οἰκτίσαιτ'

οἰκτίσαιτ'
οἰκτίσαιτο , οἰκτίζω
pity
aor opt mid 3rd sg
οἰκτίσαιτε , οἰκτίζω
pity
aor opt act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοπαθής — νεοπαθής, ές (Α) αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”